[1219] ὑπό-κειμαι (s. κεῖμαι), 1) darunter liegen; Εὔβοια ὑπόκειται ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isocr. 4, 108; πεδίον ἱερῷ ὑπόκειται Aesch. 3, 118; ὑπόκεινται ϑεμέλιοι Thuc. 1, 93; darunter gelegt sein, zur Grundlage dienen, τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης αὐτοῖς Plat. Polit. 301 e; ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων ὑπόκειταί τις ἴδιος οὐσία Prot. 349 b, vgl. Parm. 161 a Crat. 422 d, u. oster; τὰ εἰρημένα περὶ ψυχῆς ὑποκείσϑω Arist. de sens. 1; dah. auch untergeordnet sein, gehorchen, τῷ ἄρχοντι Plat. Gorg. 510 c; τῷ νόμῳ, Luc. abdic. 24, unterworfen sein. – 2) vorliegen, obliegen; ὑποκείσεταίμοι ὁ ἄεϑλος Pind. Ol. 1, 85; παρ' ὑμῖν ὀργὴ καὶ τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι Dem. 34, 19; ὑπόκειταί τινι παϑεῖν Pol. 2, 58, 10; – dah. τὸ ὑποκείμενον, der vorliegende, zu behandelnde Gegenstand, wie ὑπόϑεσις, argumentum; die Substanz, καϑ' ὑποκειμένου τινὸς λέγεται ἄν-ϑρωπος, ἐν ὑποκειμένῳ – λευκόν τι, – καϑ' [1219] ὑποκ. καὶ ἐν ὑποκ. – ἐπιστήμη, Arist. top. – Vgl. noch οὕτω τούτων ὑποκειμένων Plat. Prot. 359 a; – ὁ ὑποκείμενος χρόνος, die vorliegende, gegenwärtige Zeit, Gramm.; – Pol. μένειν ἐπὶ τῆς ὑποκειμένης γνώμης 1, 40, 5, u. ä. oft; ἐλπίς ὑπόκειται Thuc. 3, 84. – 3) Jem. zu Füßen sinken, ihm einen Fußfall thun, anliegen; ὑποκείσονται ἄρα δεόμενοι καὶ τιμῶντες Plat. Rep. VI, 494 b. – 4) übh. perf. pass. von ὑποτίϑημι; verpfändet sein, Is. 6, 33; verdungen sein, κλινοποιοὺς τετταράκοντα μνῶν ὑποκειμένους, = ὑποτεϑειμένους, Dem. 27, 9; ὑποκειμένων αὐτῷ τῶν ξύλων τοῦ ναύλου, für die Fracht verpfändet, 49, 35, u. öfter. – Als Grundsatz feststehen od. fest beschlossen sein, ἐμοὶ ὑπόκειται, ὅτι – , Her. 2, 123; zur Bedingung gemacht, angenommen sein, als Hypothese aufgestellt sein.