[1248] ὑψόω, erhöhen, erheben; ὑψοῦται τῷ κάλλει Rufin. 22 (V, 92); ὑψώσαντο τάφον Alcaeus Mel. 17 (VII, 55); Ggstz von ταπεινόω, Pol. 5, 26, 12.