[71] ὰκέων, still, ruhig, schweigend; Hom. siebzehnmal; Iliad. 1. 34 βῆ δ' ακέων (Chryses); 1. 512 ακέων δὴν ἧστο (Zeus); 10. 85 φϑέγγεο, μηδ' ἀκέων ἐπ ἔμ ἔργεο (Agamemnon); Od 9. 427 τοὺς ἀκέων συνέεργ (Odysseus); 10. 52 ἦ ἀκέων τλαίην (Odysseus); 14, 110 ἤσϑιε πῖνέ τε οἶνον αρπαλέως ἀκέων (Odysseus); 17. 465. 491. 20, 184 ἀκέων κίνησε κάρη (Odysseus, Telemachus); 20. 385 ἀκέων πατέρα προσεδέρκετο (Telemachus); 14, 195 δαίνυσϑαι ἀκέοντε (Odisseus u. Eumäus); 11. 142 ἡ δ' ἀκέουσ' ἧσται σχεδὸναἵματος; Iliad. 1. 565 ἀλλ' ἀκέουσα κάϑησο: 569 ἀκέουσα καϑῆστο; 4, 22. 8, 459 Ἀϑηναίη ἀκέων ἦν; Od. 21. 89 αλλ' ακέων δαίνυσϑε καϑήμενοι; – Apoll. Rhod. 3, 85 ἀκέουσα, 1, 765 optat. ἀκέοις. – Buttmann Lexil. 1, 11 ff meint, ἀκέων sei ursprünglich adverbial gebrauchtes neutr. von ἄκαος, schweigend (α priv. u. χαίνω). nach der 2. Att. Decl., also eigentl. ἄκεων = ἄκαον; mißverständlich sei dann das Wort für, in, mascul. adject. (particip.) angesehen worden, so daß man die Formen ἀκέου σα, ἀκέοντε, ἀκέοις bildete. Aristarch hielt ἀκέων für mascul.; Scholl. Aristonic. Iliad. 4. 22 ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἀκέων. ὅτι ἀντὶ τοῦ ἀκέουσα ἐξενήνεκται· οὐ γάρ ἐστιν ἀντὶ τοῠ ἡσύχως; derselbe 8, 459 Ἀϑηναίη ἀκέων ἦν: ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῠ ἀκέουσα. Vgl. ἀκήν, ἀκᾶ, ἀκαλός – Iliad. 1, 34 schrieb Zenodot ἀχέων, s. Aristonic Scholl.; Od. 10, 52 v. l. ἀέκων Scholl.