[841] ῥητορικός, den Redner, Sprecher betreffend, rednerisch; ὁ ῥητορικός, der Redner, bes. Volksredner, wie Isocr. 3, 8 sagt ῥητορικοὺς λέγομεν τοὺς ἐν τῷ πλήϑει λέγειν δυναμένους; vgl. Plat. Phaedr. 260 c, öfter; Ggstz ἀδύνατος λέγειν, Arist. rhet. 2, 2; – ἡ ῥητορική, sc. τέχνη, die Redekunst, Plat. Gorg. 449 d Phaedr. 261 a u. sonst, auch τὸ ῥητορικόν, Phaedr. 266 c. – Adv. ῥητορικῶς, rednerisch; μάλα ἐπιστρεφῶς καὶ ῥητ., Aesch. 1, 71; ῥητορικῶς γάρ με ἐπιχειρεῖς ἐλέγχειν, Plat. Gorg. 471 e.