exhydriās , ae, m. (εξυδρίας ἄνεμος), der Regenwind, Apul. de mund. 10.
θηλυδρίας , ὁ , ion. ϑηλυδρίης (VLL. τεϑηλυμμένος ), verweichlicht , καὶ μαλακώτερος ἀνήρ Her . 7, 153, ὁ μαλϑακός Luc. D. D . 5, 3, καὶ διακεκλασμένος Demon . 18; vgl. Arist. H ...
ἀν-ορύσσω , ausgraben, ὑδρίας Ar. Av . 602; ὀστᾶ, νεκρόν , Plut. Ages . 20; τάφον Her . 1, 68; vom Bergbau, Luc. Cont . 11; ἀνορωρυγμένος Men . ...
ἐφ-υδάτιος , an, auf dem Wasser, Νύμφη ἐφῡδατίη , Ap. Rh . 1, 1229, = ἐφυδριάς .
δια-κλάω (s. κλάω ), durch-, ... ... ' Ἰωνικῶς , sich weichlichen, ionischen Tänzen hingeben, Ar. Th . 163; ϑηλυδρίας καὶ διακεκλασμένος Luc. Demon . 18; auch διακλώμενοι ῥυϑμοί , kraftlose, ...