caryon , ī, n. (κάρνον), die welsche Nuß, Plin. 15, 87.
κάρυον , τό , die Nuß, bes. die Wallnuß, Theophr .; Εὐβοϊκόν , Kastanie, bei Xen. An . 5, 5, 29 umschrieben τὰ πλατέα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν , wie auch Poll . 1, 232 die καστάνια erkl.; vgl ...
γηρύω , dor. γᾱρύω , ertönen lassen, singen, γάρυον τοιαῠτα Pind. P . 4, 94; γλυκύ τι γαρυέμεν N . 3, 31; besingen, ἄεϑλα, κλέος , Ol. 1, 3 P . 5, 72; ὄπα ...
ἐκ-φανής , ές , hervorscheinend; κάρυον ἐκ λεπίδων Philp . 20 (VI, 102); sichtbar, deutlich, τέκμαρ ἀνδρός Aesch. Eum . 235; ἐκφανῆ γένοιτο ὅπη ἔχει Plat. Rep . VII, 528 c; hervorleuchtend, ...
ἀντί-δορος ( δορά ), wie mit einer Haut bekleidet, Zon . 3 (VI, 22) κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος .
κασταναϊκόν (s. nom. pr .), κάρυον , Kastanie, Theophr., D. Sic . 2, 50.