sacal (ein ägyptisches Wort), ägyptischer Bernstein, Plin. 37, 36.
σαγάλινα ξύλα, τά , bei Arr. peripl ., wahrscheinlich statt σατάλινα, σαντάλινα oder σανδάλινα , Sandelholz.
προς-αγλαΐζω , = προςαγάλλω; προςηγλάϊστο , Ios ., was in den VLL. ἐλαμπρύνετο erkl. wird.