σπάνιος , wie σπανός , selten , wenig, dürstig ... ... 33 u. öfter; τὸ γὰρ σπάνιον τίμιον , Plat. Euthyd . 304 b; οἴει τι σπανιώτερον ... ... Crat . 389 a; oft bei Xen ., z. B. σπάνιος ἰδεῖν Cyr . 7, 5, ...
σκηπάνιον , τό, = σκῆπτρον, σκήπων , Stab, Scepter ; σκηπανίῳ γαιήοχος ἀμφοτέρω κεκοπώς , Il . 13, 59, wie σκηπανίῳ δίεπ' ἀνέρας 24, 247; sp. D ., wie Eryc . 9 (IX, 233).
ὀλιγο-πόλιος , mit wenigen, einzelnen grauen Haaren, Hesych . Erkl. von σπανιοπόλιος .