[448] βλασ-φημία, ἡ, Schmähung, εἰς τὸ ϑεῖον Men. fr. inc. 169; Verläumdung, Ggstz εὐφημία Dem. 25, 26; φϑέγγεσϑαι Eur. Ion. 1189; καταχέειν κατὰ τῶν ἱερῶν Plat. Legg. VII, 800 d; ποιεῖσϑαι κατά τινος Dem. 18, 95; ἀποῤῥίπτειν εἴς τινα Herodian. 8, 5, 3 u. A.