[497] γνάμπτω, krümmen, biegen; ἐν δὲ γόνυ γνάμψεν Iliad. 23, 731, vgl. Scholl. Herodian.; 24, 274 v. l. ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔγναμψαν, für ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν; δόρυ Ap. Rh. 3, 1248; ποταμόν 2, 349; a. sp. D.; übertr., ἐμὲ, ὥστε φράσαι, zu sagen bewegen, Aesch. Prom. 997; νόον, den Sinn beugen, Opp. H. 5, 574 (vgl. κάμπτω).