[584] δια-κριδόν, abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. ἄριστος, = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 διακριδόν· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι | τῶν ἄλλων μετά γ' αὐτόν· ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων; 15. 108 φησὶν γὰρ ἐν ἀϑανάτοισι ϑεοῖσιν | κάρτεΐ τε σϑένεΐ τε διακριδὸν εἶναι ἄριστος . – Herodot. 4, 53 ἰχϑῠς τε ἀρίστους διακριδὸν καὶ πλείστους. – Sp.; – χαίτη δ. ἠσκημένη, gescheiteltes Haar, Luc. Am. 3.
Meyers-1905: Dia [2] · Dia [3] · Dea Dia · Dia [1]
Pierer-1857: Dia [3] · Dia [2] · Dia [1]