[1090] εὔ-πρακτος, 1) leicht zu thun, zu bewirken, durchzusetzen, ἵνα μοι εὐπρακτότερον ᾐ, ἐάν τι δύνωμαι ἀγαϑὸν διαπράξασϑαι Xen. An. 2, 3, 20; – ion. εὔπρηκτα κέλευϑα Opp. Hal. 5, 63. – 2) = εὐπραγής, Man. 1, 352.