[1090] εὔ-πραξις, ἡ, p., dasselbe, πέλοιτο δ' οὖν τἀπὶ τούτοισιν εὔπραξις Aesch. Ag. 246, was besser getrennt εὖ πρᾶξις zu schreiben; vgl. Lob. zu Phryn. p. 501.