[1193] θεμέλιος, ὁ, gew. im plur., welches aber bei den früheren att. Schriftstellern vorkommt; eigtl. adj., sc. λίϑοι, wie auch Ar. Av. 1137 steht, die Grundsteine, der Grund; οἱ ϑεμέλιοι παντοίων λίϑων ὑπόκεινται Thuc. 1, 93; Xen. Hipparch. 1, 2; ϑεμελίους ἔσκαπτον Luc. Alex. 10; ἄρδην καὶ ἐκ ϑεμελίων ἀπόλλυσϑαι Hdn. 8, 3, 5, wie Pol. τὸ δὴ λεγόμενον ἐκ ϑεμελίων ἐσφαλμένους, 5, 93, 2, von Grund aus; ἐκ ϑεμελίων αὐτὴν ἐναιρήσων D. Cass. 39, 20; auch im sing., τοῦτο δ' ἐστὶ τῆς τέχνης ϑεμέλιος ἡμῖν Macho bei Ath. VIII, 346 a; so oft S. Emp., βέβαιον εἶναι δεῖ τὸν ϑεμέλιον, ἵνα συνομολογηϑῇ καὶ τὸ ἀκόλουϑον adv. geom. 12, οἱ τὸν ϑεμέλιον τοῦ τείχους ὑπορύξαντες adv. phys. 1, 2.