[1193] θεμελιόω, den Grund legen, gründen, N. T. LXX.; καλῶς ϑεμελιωϑεῖσα βασιλεία D. Sic. 11, 68, vgl. 15, 1; τεϑεμελίωτο ἐπὶ τὴν πέτραν Matth. 7, 25.