[1279] καθ-αιμάσσω, mit Blut besudeln; Aesch. Eum. 450; σκήπτρῳ σὸν καϑαιμάξω κάρα Eur. Andr. 588; τὰς γνάϑους καϑῄμαξε Plat. Phaedr. 254 e.