[1279] καθ-αιματόω, dasselbe; βωμόν Ar. Th. 695; Eur. γένυν καϑῃμάτωσεν Phoen. 1167; Hel. 1615; in sp. Prosa, τὰ σκέλη καϑῃματωμένος Luc. adv. ind. 9.