[1382] κατά-στημα, τό, Stellung, Stand, Lage u. Beschaffenheit des Staates, τὸ Λακωνικόν Pol. 6, 50, 2; von der Luft, κατάστημα κινούμενον ἐναντίον τοῖς πολεμίοις, vom Winde, Polyaen. 5, 12, 3; τὸ κατὰ μέϑην κατ. Ath. II, 38 e; Plut. Marcell. 23 u. a. Sp.