[1382] κατα-στηματικός, ή, όν, gesetzt, ruhig, βλέμματι καὶ κινήματι πρᾶος καὶ κατ. Plut. T. Graech. 2; Ggstz ἐκστατικός, Schol. Plat. Rep. III p. 131.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana