[157] μέτ-ειμι (s. εἰμί), unter, zwischen Mehreren sein, zusammen sein, Umgang oder Verkehr mit ihnen haben; ὄφρ' ἂν ἔγωγε ζωοῖσιν μετέω, Il. 22, 388, wie ὄφρα ζωοῖσι μετείω, 23, 47, οὔτοι ἔτι ζωοῖσι μετέσσομαι, Od. 14, 487, so lange ich am Leben bin; οἷς δ' ὁ γέρων μετέῃσιν, Il. 3, 109; ἵν' ἀϑανάτοισι μετείη, Od. 15, 251; ϑανὼν φϑιμένοισι μετείην, 24, 436; Δαναοῖσιν ἀριστῆες μετέασιν, Il. 7, 227, öfter; vgl. Her. 1, 171; absolut οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται, es wird keine Rast dazwischen stattfinden, Il. 2, 386; – μέτεστί μοί τινος, ich habe Antheil, Anspruch an Etwas, τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος Aesch. Eum. 545; κἀμοὶ πόλεως μέτεστι Soph. O. R. 630; O. C. 754; οὐ μετῆν αὐτοῖσι τήν γ' ἐμὴν κτανεῖν, El. 526, d. i. es stand nicht in ihrer Macht, sie hatten nicht das Recht; vollständig sagt Eur. μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I. T. 1299; Her. 6, 107; μέτεστί μοι τούτου, Ar. Av. 1666; ὡς οὐ μετὸν αὐτοῖς Ἐπιδαύρου, da sie kein Anrecht auf Epidaurus hätten, Thuc. 1, 28; vgl. Plat. Polit. 275 d Legg. X, 900 d; ὅτῳ ἀξίως τούτου τοῦ πράγματος μέτεστι, Plat. Phaed. 61 c; Parm. 141 d u. öfter; auch ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μέτεστι, Apol. 19 c; μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον, Thuc. 2, 37; Xen. Hier. 4, 2; φροντίδων οὐ μετῆν αὐτῇ, sie hatte keine Sorgen, Xen. Cyr. 7, 2, 28; An. 3, 1, 20 u. öfter; Sp., μόνοις ἀνϑρώποις μέτεστι νοῦ καὶ λογισμοῦ, Pol. 6, 6, 4.