[122] μελέτημα, τό, Uebung; αἰσχρῶν ἔργων, Eur. fr. inc. 101; τὰ πρὸς πόλεμον μ., Xen. re equ. 11, 13; τὰ ἐλευϑέρια μ., Studien, Cyr. 8, 1, 43; Plat. Phaed. 67 d.