[122] μελετηρός, sich gern übend; φιλομαϑέστατον εἶναι καὶ μελετηρότατον, Xen. An. 1, 9, 5; συνουσίαι μελετηραί, zu Uebungen bestimmte Versammlungen, Philostr. soph. 1, 527, 24.