[135] μερμηρίζω, sorgen, sich besinnen, hin- u. herdenken; ἀλλ' ὅγε μερμήριξε κατὰ φρένα, ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ, Il. 2, 3; mit ὅπως, 14, 159 Od. 9, 554. 15, 169; περί τινος, Il. 20, 17; bes. = zweifelhaft sein, ἦτόρ οἱ ἐν στήϑεσσιν διάνδιχα μερμήριξεν, 1, 189 u. öfter, μερμήριξε δ' ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ ϑυμόν, ἢ – ἤ, 5, 671; auch δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν, ἢ – ἤ, Od. 22, 333 u. öfter; c. inf. aor., Od. 10, 438 Il. 8, 167; auch so, daß ein int., κύσσαι, auf ἤ folgt, Od. 24, 235. – Mit dem acc. = ersinnen, ausdenken, πολλὰ φρεσίν, Od. 1, 427, φόνον μνηστήρεσσιν, 19, 2, öfter; ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν ἀεικέα μερμηρίζων, 4, 533; δόλον, 2, 93, ἀμύντορα, 16, 256. 261. – Sonst hat das Wort nur in homerischer Nachahmung, μερμηρίζω κατὰ φρένα, Luc. bis accus. 2.