[135] μέρμηρα, ἡ, poet. = μέριμνα (μέρος, μέρμερος), die Sorge, der Kummer; ἄμπαυμα μερμηράων, Erholung von den Sorgen, Hes. Th. 55; Theogn. 1325. – Schol. Ar. Vesp. 5 erkl. ἡ εἰς ὕπνον καταφορὰ περὶ τὴν ἕω.