[153] μετ-άρσιος, auch 3 Endgn, erhoben, hoch in der Luft u. in die Luft gehoben; ἐσπᾶτο γὰρ πέδονδε καὶ μετάρσιος, Soph. Trach. 783; μετάρσιοι χολαὶ διεσπείροντο, spritzten hoch in die Luft aus einander, Ant. 996; μετάρσιον πλευρὰν ἔπαιρε, Eur. Hec. 499; auch ἀγχόναι μετάρσιοι, Mel. 306. Ggstz von βέβαιος, Herc. Fur. 1093; κόμπος μ., Andr. 1221; πτερωϑεὶς βούλομαι μετάρσιος ἀναπτέσϑαι, Ar. Av. 1333; auf der hohen See, μετάρσιαι νῆες, Her. 7, 188; – ἀγλαΐῃσι μετ., Agath. 13 (V, 273), stolz, hochmüthig (vgl. auch μεταρσία); – τὰ μετάρσια = μετέωρα, Himmelserscheinungen, Plut. Per. 32; vgl. Schol. Plat. Sis. p. 466.