[150] μετ-αμείβω, umtauschen, umwechseln, Pind. in dor. Form, ἐσλὸν πήματος πεδάμειψαν, Ol. 12, 12; ἐκ βοὸς πάλιν μετάμειβε γυναῖκα, verwandelte in eine Frau, Mosch. 2, 52; φρένα τινί, Nonn. D. 4, 182. – Häufiger im med., μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλάξ, abwechselnd, Pind. N. 10, 55, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενος καμάτων χάριν Διός, P. 3, 96, sie hatten sich eingetauscht; μυριάδας ἀγαϑῶν ἑτέρας ἑτέραις μεταμειβομένα πόλις, Eur. Phoen. 838.