[150] μετ-αμφι-έννυμι (s. ἕννυμι), umziehen, ein anderes Kleid anziehen, φοινικικῶς μεταμφιεννύς, D. L. 7, 25. – Gew. med.; μεταμφιέσασϑαι τὴν Ῥωμαίων στολήν, sein Kleid aus- und das römische anziehen, Hdn. 3, 5, 9; vgl. Theopomp. bei Ath. XII, 533 b, ὁπότε τῶν πολιτῶν τινα ἴδοι κακῶς ἠμφιεσμένον κελεύειν αὐτῷ μεταμφιέννυσϑαι τῶν νεανίσκων τινὰ τῶν συνακολουϑούντων αὐτῷ.