[483] παρα-κινδῡνεύω, Etwas wagen, es mit Gefahr unternehmen; absolut, Andoc. 2, 11 u. A.; c. inf., ὅςτις παρεκινδύνευσεν Ἀϑηναίοις εἰπεῖν τὰ δίκαια, Ar. Ach. 620; Vesp. 6 u. öfter; auch pass., παρακεκινδυνευμένον ἔπος, Ran. 99; Thuc. 4, 26; Plat. Euthyphr. 15 d u. öfter; τοσοῦτον κίνδυνον, Alc. II, 151 a; ὅτι παρακινδυνεύσοιεν χάριτα αὐτοῖς ἀποδοῦναι, Xen. Hell. 3, 5, 16; Sp. oft; ἐπισφαλὲς καὶ παρακεκινδυνευμένον, Luc. Alex. 32; χαλεπὴν καὶ παρακεκινδυνευμένην αὐτοῖς ἐποίει τὴν ἔντευξιν, Plut. Caes. 9; παρακεκινδυνευμένας μάχας ποιεῖσϑαι, D. Hal. 9, 30; – Thuc. 3, 36 vrbdt auch παρακινδυεῦσαι εἰς Ἰωνίαν, was der Schol. erkl. μετὰ κινδύνου ἐλϑεῖν εἰς Ἰωνίαν.