[778] προς-πιτνέω (s. πιτνέω), = Vorigem, ἰοὶ προςπιτνόντες ὤλλυσαν, Aesch. Pers. 453, προςπίτνω σε γόνασι, vulg. προςπιτνῶ, Soph. Phil. 483, vgl. El. 445, fußfällig bitten, wie γονυπετεῖς ἕδρας προςπίτνω σε, Eur. Phoen. 300; Suppl. 10 u. öfter; auch γεραιᾶς προςπιτνὼν παρηίδος, Hec. 274, wie ἀμφὶ σὰν γενειάδα προςπιτνών, Herc. Fur. 1208.