[778] προς-πλάζω, = προςπελάζω, aus dem es verkürzt ist, sich nähern, nahe herankommen (oder anplatschen, heranrauschen?); κῠμα δέ μιν προςπλάζον ἐρύκεται, Il. 12, 285; ἡ δὲ (λίμνη) προςέπλαζε γενείῳ, Od. 11, 583.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]