προ-ανα-γυμνάζω

[706] προ-ανα-γυμνάζω, vorher üben, στόμα ἢ φωνήν, ὃ ποιοῠσιν οἱ φωνασκοῠντες καὶ τῇ φωνῇ ἀγωνιζόμενοι, B. A. 61.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 706.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: