προ-γύμνασμα

[714] προ-γύμνασμα, τό, Vorübung; πυῤῥίχη προγύμνασμα οὖσα τοῦ πολέμου, zum Kriege, Ath. XIV, 631 a; bes. bei den Rhett., die es erkl. ἄσκησις μετρίων πρὸς μειζόνων ἐπίῤῥωσιν πραγμάτων.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 714.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: