προ-κατα-σκευάζω

[729] προ-κατα-σκευάζω, vorbereiten; Xen. Cyr. 3, 1, 19; τούτων προκατεσκευασμένων, Plut. Lys. 26; Pol. 1, 21, 3; auch med., προκατασκευασάμενος τὰ προειρημένα, 10, 22, 1; προκατεσκευασμένοι φίλους, 4, 32, 7.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 729.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: