προ-πομπός

[741] προ-πομπός, begleitend, Aesch. Ch. 23, u. subst., γυμνός εἰμι προπομπῶν, Pers. 993; ἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνϑάψομεν αἵδε προπομποί, Spt. 1061; Xen. Cyr. 3, 1, 2.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 741.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: