προ-χειρίζω

[799] προ-χειρίζω, in die Hand geben, kommt wohl nur im med. vor, προχειρίζομαι, zur Hand nehmen, vornehmen, zurecht machen; προχειριοῠμαι κἀξετάσω τὴν οὐσίαν, Ar. Eccl. 729; τὸν προκεχειρισμένον ἐν τῷ νῠν λόγον ὑφ' ἡμῶν, Plat. Legg. I, 643 a; δύναμιν προχειρίσασϑαι, dem vorangehenden παρεσκευάσϑαι entsprechend, Dem. 4, 19; προκεχειρισμένων καὶ ἑτοίμων ὄντων τῶν ἀγαϑῶν, 7, 33; σὺ δ' ἐσϑῆτα καϑαρὰν προχειρισάμενος καὶ σεαυτὸν κοσμιώτατα σχηματίσας ἥκεις, Luc. merc. cond. 14; auch προχειρισάμενος τὴν φρικωδεστάτην ἐπίῤῥησιν, Philops. 31, u. öfter; – vorher behandeln, abhandeln, προχειρισάμενος δὴ περὶ τοῠ πρώτου τῶν σωμάτων οὕτω σκοπῶμεν, Arist. de coel. 1, 5; Meteor. 3, 6; – ernennen, wählen wozu, τινὰ ἐπὶ τὴν κατηγορίαν, Dem. 25, 13; γραμματέα κοινὸν προχειρίζονται, Pol. 2, 43, 1, vgl. 1, 11, 3; oft auch pass., προχειρισϑέντες ὑπ' αὐτοῠ ἀντιστράτηγοι 3, 106, 2, τὰ προκεχειρισμένα τῷ Ποπλίῳ στρατόπεδα, ihm vorher bestimmt, 3, 40, 14; πρός τι u. ἐπί τι, 3, 44, 4. 100, 6 u. Sp., wie Alciphr. 3, 10; auch c. int., bestimmen, beschließen, Pol. 3, 40, öfter.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 799.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: