[870] σελῑνουσία, ἡ, eine dem Eppich ähnliche, krausblätterige Kohlart, κράμβη, Ath. IX, 369 e, τὴν ὀνομασίαν ἔχει διὰ τὴν οὐλότητα; Mein. verm. σελινοῠσσα, d. i. σελινόεσσα; vgl. κράμβη σελινοειδής, Plin. H. N. 20, 33. – Bei Theophr. auch πυρὸς σελινούσιος, eine Weizenart.