συμ-πυνθάνομαι

[990] συμ-πυνθάνομαι (s. πυνϑάνομαι) mitfragen, [990] -erforschen, ϑέλω σοι συμπυϑέσϑαι παρϑένου ϑεσπίσματα Eur. Hel. 335.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 990-991.
Lizenz:
Faksimiles:
990 | 991
Kategorien: