σύμ-πτωμα

[990] σύμ-πτωμα, τό, Zufall, bes. Unfall, Unglück; Thuc. γιγνόμενοι ἐν τῷ αὐτῷ ξυμπτώματι τῷ ἐν Θερμοπύλαις, 4, 36; Plat. Ax. 364 c; ἐπανορϑούμενοι τὸ ἀκούσιον σύμπτωμα, Dem. 56, 43, Sp.; vgl. Lob. Phryn. 248.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 990.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: