[41] ἀ-έκητι, wider Willen, Hom. oft, ϑεῶν Od. 1, 79, σέϑεν 3, 213, absol. 4, 665 ἐκ τόσσων δ' ἀέκητι νέος παῖς οἴχεται αὔτως.