[45] ἀ-θεμίστιος, gesetzlos, frevelhaft, Hom. viermal, Od. 9, 189 ἀϑεμίστια ᾔδη, 9, 428. 20, 287 ἀϑεμίστια εἰδός (εἰδώς), 18, 141 ἀϑεμίστιος εἴη.