[67] ἀ-κάμας, αντος, unermüdlich, Hom. viermal, Iliad. 16, 176 Σπερχειῷ ἀκάμαντι, 823 σῠν ἀκάμαντα, 18, 239. 484 ήέλιον ἀκάμαντα; – Pind. πόντος N. 6, 40, ἵπποι Ol. 1, 87; Soph. Νότος Tr. 112.