ἐκ-κωφάω
[765] ἐκ-κωφάω, taub machen, betäuben, nur perf.; [765] ὅστις ἡμῶν τὰς Ἀϑήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar. Equ. 312; ἐκκεκωφημένος Poll. 1, 118; αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr. Cram. An. 1 p. 288; vgl. Pors. Eur. Or. 1279, wo auch ἐκκεκώφηται v. l. für ἐκκεκώφωται.