[766] ἐκ-κωφόω, dasselbe; ἡμῶν γοῦν ἐκκεκώφωκε τὰ ὦτα Plat. Lys. 204 c; übertr., ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφωται ξίφη Eur. Or. 1279; πρὸς τὸ περιβόητον ἐκκεκωφωμένοι κάλλος Ath. V, 188 e, ganz verdutzt über; vgl. Ael. H. A. 1, 38.