προ-κατα-λέγω (λ ... ... 969;) , vorher aufzählen, sagen; προκαταλεχϑεῖσα , Her . 4, 175; προκαταλελεγμένον , Ath . III, 119 a; aber προκατειλεγμένα in B. ...
... 6 u. öfter; auch pass ., παρακεκινδυνευμένον ἔπος , Ran . 99; Thuc . 4, 26; Plat ... ... . Hell . 3, 5, 16; Sp . oft; ἐπισφαλὲς καὶ παρακεκινδυνευμένον , Luc. Alex . 32; χαλεπὴν καὶ παρακεκινδυνευμένην αὐτοῖς ἐποίει τὴν ...
παλιν-τράπελος , = ... ... ἄγει παλιντράπελον ἄλλῳ χρόνῳ , Pind. Ol . 2, 37, Schol . ἀντεστραμμένον; Poll . 6, 164 nennt das W. βίαιον .