[17] ἄ-γναμπτος, ungebeugt, unerbittlich, Aesch. νόος Pr. 163; πρὸς ἡδονὰς καὶ φόβους Plut. Cat. Min. 11; ἀγναμπτότατος βάτος αὖος Zenob. 1, 16.