[37] ἁδροτής, ἡτος, ἡ, Gedrungenheit, Dicke, Starke, Kraft; accus. bei Hom. Lesart in drei Stellen für ἀνδροτῆτα, Iliad. 16, 85722, 363 ψυχὴ δ'ἐκ ῥεϑέων πταμένη Ἄιδόσδε βεβήκει, ὃν πότμον γοόωσα, λιποῦσ' ἁδροτῆτα (ἀνδροτῆτα) καὶ ἥβην, 24, 6 Πατρόκλου ποϑέων ἁδροτῆτά (ἀνδροτῆτά) τε καὶ μένος ἠύ; Aristarch las ἀνδροτῆτα, s. Aristonic. Scholl. Illad. 24, 6, vgl. Scholl. 16, 857; – Theophr.; Stärke des Schalles, Athen. X, 415 a; Ueberfluß, N. T. Bei Sp. ἁδρότης.