[58] αἴνυμαι, nehmen, ep. = αἱρέω, Hom. nur αἴνυτο Il. 11, 374. 580. 13, 550. 15, 459. 21, 490 Od. 21, 53, σύντρεις αἰνύμενος Od. 9, 429, κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους χεῖράς τ' αἰνύμεναι 22, 500, τυρῶν αἰνυμένους (-οι) 9, 225. 232, ἀλλά μ' Ὀδυσσῆος πόϑος αἴνυται 14, 144; Hes. Sc. 41; Theocr. 24, 137.