[71] ἄκεσμα, τό, Heilmittel; Hom. einmal, Iliad. 15, 394 ὲπὶ δ' ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ' ἀκέσματ' ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων, vl. ἀκήματ'; Scholl. Didym. ἔν τισιν ἀκέσματ'· οὕτως δὲ καὶ Ἀρίσταρχος; Herodian. τὸ πλῆρες φάρμακα, εἶτα ἀκήματα· παρὰ γὰρ, ο ἀκέσασϑαι τὸ ἀκήματα ἐσχημάτισται; Apoll. lex. Hom. 18, 24 ἀκήματα; – νόσων, für Krankheiten, Pind. P 5. 64; Aesch. Prom. 480; der sing. bei Suidas.