[75] ἀ-κμής, ῆτος, nicht ermüdet, frisch, von καμεῖν; Hom. dreimal, Iliad. 15, 697 ἀκμῆτας καὶ ἀτειρέας, 16, 44. 11, 802 ῥεῖα δέ κ' ἀκμῆτες κεκμηότας ἄνδρας ἀυτῇ ὤσαιμεν (ὤσαισϑε) προτὶ ἄστυ; – Arr. 5, 18, 2; Plut. Cim. 13; Luc. Hermot. 40; unermüdlich, ταῠρος, Herm. conj. für ἀδμής, Soph. Ant. 351; Alph. 7 (IX, 526) πύλαι Ὀλύμπου ἀκμῆτες, die ewig festen.