[89] ἀλαο-σκοπία, ἡ, blinde, fruchtlose Wache, Hom. viermal, Iliad. 10, 515. 13, 10. 14, 135 Od. 8, 285 Versanfang οὐδ' ἀλαοσκοπίην εἶχε, homerisch = er wachte mit großem Erfolge, bemerkte sehr wohl; – Hes. Th. 466: – Scholl. Ariston. Iliad. 10, 515 (schlechtes Excerpt) ἡ διπλῆ, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀλαὸνσκοπιήν. παροιμιακὸν δέ ἐστιν οὐ τυφλὸς ἐς σκοπιάς, ἀλλὰ τοὐναντίον δεδορκώς· καὶ ὁ ποιητὴς οὐδέποτε εἴρηκε σκοπιὴν τοὺς ὀφϑαλμούς; id. 14, 135 ἡ διπλῆ, ὅτι Ζηνόδοτος οὐδ' ἀλαὸν σκοπιήν..